στυπποκογχιστής

στυπποκογχιστής
και στιπποκογχιστής, ὁ, Α
αυτός που έβαφε χοντρά καννάβινα υφάσματα με πορφύρα ή με κοχύλια από τα οποία παραγόταν η πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + κογχιστής «βαφέας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”